κοινωνικά έντομα

κοινωνικά έντομα
Χαρακτηρισμός που δίνεται συχνά σε έντομα όπως οι μέλισσες, τα μυρμήγκια και οι τερμίτες, τα οποία συνηθίζουν να ζουν σε οργανωμένες ομάδες, όπου παρατηρείται καταμερισμός εργασίας. Τα κ.έ. μοιράζονται κοινoύς πόρους, όπως καταφύγιο, άμυνα ή τροφή και αναπαράγονται συνεργατικά. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των κ.ε. είναι η σαφής λειτουργική διαφοροποίηση των ατόμων, η οποία συχνά συνοδεύεται και από αντίστοιχη μορφολογική διαφοροποίησή τους· το φαινόμενο αυτό καλείται πολυμορφισμός, ενώ οι διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που δημιουργούνται καλούνται κάστες. Έτσι, οι κοινωνίες αυτές αποτελούνται από έντομα ποικίλων ηλικιών, μεγεθών και σχημάτων· για παράδειγμα, στις κοινωνίες των μελισσών διακρίνονται οι αναπαραγωγικές κάστες, στις οποίες περιλαμβάνονται η βασίλισσα που παράγει τα αβγά και οι κηφήνες που ζευγαρώνουν με τις καινούργιες βασίλισσες, και οι κάστες των εργατών, που φροντίζουν τα αβγά, τις νύμφες, τη βασίλισσα και τους κηφήνες ή είναι υπεύθυνοι για την άμυνα της κυψέλης και την αναζήτηση της τροφής. Όλα τα κ.έ. ανήκουν στις τάξεις των ισοπτέρων (τερμίτες) και των υμενοπτέρων (μέλισσες, σφήκες και μυρμήγκια). Οι μέλισσες χαρακτηρίζονται κοινωνικά έντομα γιατί ζουν σε οργανωμένες ομάδες, μοιράζονται κοινούς πόρους και ανάμεσά τους υπάρχει καταμερισμός της εργασίας (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …   Dictionary of Greek

  • στιγμεργία — η, Ν διέγερση την οποία προκαλεί σε ορισμένα κοινωνικά έντομα η συμπλήρωση ορισμένων δραστηριοτήτων και η οποία ερμηνεύεται από την πραγματοποίηση ακριβών και προσαρμοσμένων πράξεων …   Dictionary of Greek

  • συνοίκηση — η / συνοίκησις, ήσεως, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοίκησις Α [συνοικῶ] 1. συγκατοίκηση 2. συμβίωση άνδρα και γυναίκας νεοελλ. βιολ. μορφή συμβίωσης η οποία παρατηρείται κατ εξοχήν στα κοινωνικά έντομα, λ.χ. στα μυρμήγκια, στους τερμίτες κ.ά., και κατά την …   Dictionary of Greek

  • τερμίτες — (termites). Τάξη εντόμων, που χαρακτηρίζεται από τον τρόπο ζωής και από την αρκετά περίπλοκη κοινωνική οργάνωση. Ανήκει στην οικογένεια των τερμιτιδών. Οι τ. παρουσιάζουν αξιοσημείωτο πολυμορφισμό: γενικά κάθε γένος περιλαμβάνει γόνιμες τάξεις,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”